Ανάγνωση σε 2,5′
Το έχουμε κάνει όλοι. Όσο κι αν έχουμε προσπαθήσει να συγκρατηθούμε και να σκεφτούμε ψύχραιμα, όλοι οι γονείς έχουμε υψώσει τη φωνή μας στα παιδιά. Είναι αυτή η στιγμή που το μυαλό θολώνει και η ενσυναίσθηση σβήνεται από το λεξικό. Είναι αυτά τα δευτερόλεπτα που η ένταση καταφέρνει να κερδίζει την ηρεμία και οι ανάσες τελειώνουν. Εμείς νιώθουμε ότι ξεφορτώνουμε όλη την ενέργεια που καταπιέζουμε στην προσπάθεια να συγκρατηθούμε και έστω για δευτερόλεπτα γεμίζουμε με την αυτοπεποίθηση του νικητή. Εάν το παιδί αντιδράσει (ή μας κοντράρει που είναι πολύ πιθανό) το μυαλό μας κολλάει ακόμα περισσότερο και το ουρλιαχτό μετατρέπεται σε πείσμα και κόντρα. Ε όχι να με κερδίζει ένα τόσο δα παιδάκι και οι φωνές δυναμώνουν.
Ας προσπαθήσουμε τώρα να δούμε τη σκηνή μέσα από τα μάτια των παιδιών: Ο άνθρωπος που εμπιστεύονται περισσότερο στον κόσμο και που νιώθουν μαζί του ασφάλεια, μετατρέπεται σε ένα τέρας. Το γλυκό πρόσωπο της μητέρας γίνεται ένα μεγάλο, θορυβώδες στόμα. Συνήθως, το αποτέλεσμα του ουρλιαχτού είναι η απότομη διακοπή αυτού που κάνουν τα παιδιά και μας ενοχλεί και προς στιγμή η αίσθηση ότι ο σκοπός επετεύχθη. Ο λόγος όμως δεν είναι η συμμόρφωση αλλά το σοκ. Τα παιδιά τρομάζουν και ενστικτωδώς κοκαλώνουν και προφανώς σταματούν αυτό που κάνουν. Τα πιο μικρά παιδιά αμέσως μετά βάζουν τα κλάματα ενώ τα πιο μεγάλα σκοτεινιάζουν. Πέφτει ένα πέπλο θλίψης στα μάτια τους που μετά από λίγο γίνεται θυμός. Ειδικά εάν πέσουν θύματα ουρλιαχτών σε κοινή θεά ή ακόμα χειρότερα μπροστά στους φίλους τους, τότε τα πράγματα δυσκολεύουν περισσότερο. Οι φωνές μειώνουν, ταπεινώνουν και υποτιμούν τα παιδιά και κατά κάποιο τρόπο τα γελοιοποιούν μπροστά σε αυτούς που πριν από λίγο προσπαθούσαν να εντυπωσιάσουν.
Γιατί όμως φωνάζουν περισσότερο οι σημερινοί γονείς; Γιατί οι φωνές έχουν αντικαταστήσει το ξύλο, για το οποίο επιτέλους οι γονείς τιμωρούνται. Έχουν περάσει χρόνια από την εποχή που οι γονείς χρησιμοποιούσαν τη σωματική βία ως μέσο πειθαρχίας και που το “από το αυτί και στο δάσκαλο” ήταν μια καθημερινότητα στα σχολεία. Η βία έχει μεταμορφωθεί σε τιμωρία και μετά από την απαγόρευση της σωματικής τιμωρίας από την Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Παιδιού και τη Διεθνή Σύμβαση του ΟΗΕ για τα Δικαιώματα του Παιδιού , η τιμωρία μεταμορφώθηκε σε ουρλιαχτό!
Αλλά κι οι φωνές είναι μια μορφή σωματικής τιμωρίας και έχουν ακριβώς τις ίδιες οδυνηρές συνέπειες για το παιδί. Η λεκτική βία και ο συναισθηματικός εκβιασμός ανοίγουν πληγές στην ψυχή των παιδιών και δημιουργούν ενήλικες που δεν πιστεύουν στις δυνάμεις τους. Και εκτός αυτού, τελικά δεν φέρνουν κανένα αποτέλεσμα. Δηλαδή δεν οδηγούν στη μείωση ή διόρθωση προβλημάτων συμπεριφοράς των παιδιών, αντίθετα ενισχύουν τις κακές συμπεριφορές και δημιουργούν αίσθημα ενοχής στους γονείς.
Ο γονιός που φωνάζει στα παιδιά του, δεν σημαίνει ότι δεν τα αγαπάει ή θέλει να τα πικράνει. Συνήθως το σκηνικό σε ένα σπίτι, λίγη ώρα μετά από φωνές, είναι ένα πικραμένο παιδί και ένας βαθιά απογοητευμένος γονιός. Ένας γονιός που νιώθει ότι δεν του αξίζει ο ρόλος που έχει αναλάβει και που μισεί τον εαυτό του. Ένας γονιός που δεν μπορεί να διδάξει τον αυτοσεβασμό γιατί δεν τον νιώθει. Ένας γονιός δυστυχισμένος.
Ο μόνος τρόπος για να διαχειριστεί ένας γονιός τις έντονες οικογενειακές καταστάσεις είναι η υπομονή. Άλλωστε, είναι δουλειά του ενήλικα να διατηρεί την ψυχραιμία του και να βρίσκει λύσεις σε πιθανά προβλήματα. Οι γονείς που επιθυμούν να αλλάξουν τη συμπεριφορά των παιδιών τους, θα πρέπει να επικοινωνούν μαζί τους σε ισότιμο επίπεδο και να εξηγούν τους λόγους που ζητούν από τα παιδιά να αλλάξουν τον τρόπο που συμπεριφέρονται. Η θετική φροντίδα και ενίσχυση, μόνο θετικά αποτελέσματα μπορεί να φέρει.
Γι΄αυτό, λοιπόν, όταν νιώθετε την ανάγκη να φωνάξετε για να επιτύχετε το σκοπό σας, επιλέξτε απλά να μιλήσετε. Μόνο έτσι θα σας ακούσουν τα παιδιά καθώς όσο πιο πολύ φωνάζετε τόσο εκείνα “κλείνουν” τα αυτιά τους.